- αγκρέμιστος
- η , ο1) неразрушенный; не снесённый (о постройке); 2) не поддающийся разрушению, сносу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκρέμιστος — η, ο [γκρεμίζω] αυτός που δεν γκρεμίστηκε … Dictionary of Greek
αγκρέμιστος — η, ο αυτός που δεν γκρεμίστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρήμνιστος — η, ο [κρημνίζω] ο αγκρέμιστος* … Dictionary of Greek
ακρήμνιστος — η, ο βλ. αγκρέμιστος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)